Τι είναι η Ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD…

Η ανεπάρκεια της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) δανείζεται το όνομά της από το ένζυμο αφυδρογονάση της 6-φωσφορικής γλυκόζης. Στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι γνωστή και ως «κυαμισμός» ή «φαβισμός». Η ανεπάρκεια G6PD είναι μια κληρονομική κατάσταση κατά την οποία τα ερυθρά αιμοσφαίρια αιμολύονται δηλαδή διασπώνται, όταν το σώμα εκτίθεται σε ορισμένα φάρμακα ή στο οργανικό στρες κάποιας μόλυνσης καταλήγοντας σε μια μορφή αιμολυτικής αναιμίας.

H ανεπάρκεια της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD), αποτελεί μια από τις πιο συχνές  κληρονομήσιμες ενζυμοπάθειες (ασθένειες που προκαλούνται από ανωμαλίες ένζυμων), η οποία χρονολογείται από τον 5° αιώνα π.Χ. Παλιότερα περιγράφηκε ως αναιμία της Βαγδάτης και κυάμωση, μια ευαισθησία στις γύρεις και τα κουκιά αντίστοιχα.

Η αφυδρογονάση της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) καταλύει την οξείδωση της 6-φωσφορικής γλυκόζης με ταυτόχρονη παραγωγή NADPH. Κατά τη διάρκεια οξειδωτικού στρες, δηλαδή όταν το κύτταρο περιέχει μεγάλη ποσότητα οξειδωτικών ουσιών (πχ υπεροξείδιο του υδρογόνου) απαιτείται δράση του ενζύμου υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (GPX) για την απενεργοποίηση των οξειδωτικών. Προκειμένου να δράσει το ένζυμο GPX απαιτείται απόθεμα ανηγμένης γλουταθειόνης (GSH) και NADPH. Προκειμένου να συμβεί αυτό προϋπόθεση είναι η επαρκής λειτουργία του ενζύμου G6PD. 

Στα ερυθροκύτταρα το παραπάνω μεταβολικό μονοπάτι αποτελεί τη μοναδική πηγή NADPH, το οποίο είναι απαραίτητο για την προστασία του κυττάρου και της αιμοσφαιρίνης που αυτό περιέχει από την οξείδωση που αυτό μπορεί να υποστεί κατά τη μεταφορά του οξυγόνου. Πολλά ένζυμα αλλά και η αιμοσφαιρίνη είναι αρκετά ευάλωτες στην οξείδωση που δύναται να προκληθεί από τους οξειδωτικούς παράγοντες. Η γλουταθειόνη η οποία συντίθεται ενεργά και βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στα ερυθροκύτταρα με την ανηγμένη της μορφή (GSH) και συμβάλει στην προστασία έναντι της οξείδωσης. 

Σε φυσιολογικά ερυθροκύτταρα το G6PD λειτουργεί περίπου στο 2% της θεωρητικής του απόδοσης. Στην διάρκεια του οξειδωτικού στρες το κύτταρο αυξάνει την ενεργότητα του ενζύμου δραματικά.

Στην Ελλάδα, λόγω της υψηλής σχετικά συχνότητας εμφάνισης ανεπάρκειας G6PD περιλαμβάνεται στη λίστα των νοσημάτων που ελέγχονται από τον Προληπτικό Έλεγχο Νεογνών. Παρόλ’αυτά, τα άτομα που πάσχουν από ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD είναι ασυμπτωματικά κατά τη διάρκεια της ζωής τους μη έχοντας επίγνωση της κατάστασης τους. Η νόσος εκδηλώνεται συνήθως σαν αιμολυτικά επεισόδια, τα οποία προκαλούνται όταν τα ερυθροκύτταρα υποστούν οξειδωτικό στρες που πυροδοτείται από παράγοντες όπως είναι φάρμακα, συγκεκριμένες τροφές όπως φάβα και κουκιά αλλά και λοιμώξεις. Η ανεπάρκεια G6PD  δεν φαίνεται να επηρεάζει το προσδόκιμο ζωής ή την ποιότητα ζωής των ασθενών.

 

Φάρμακα ασύμβατα με την Ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD

 

Η ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD μεταβιβάζεται κληρονομικά με υπολειπόμενο Χ-φυλοσύνδετο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι το γονίδιο που κωδικοποιεί το ένζυμο εδρεύει στο χρωμόσωμα Χ. Αυτό σημαίνει ότι το γονίδιο που κωδικοποιεί το ένζυμο εδρεύει στο χρωμόσωμα Χ. Κατά συνέπεια οι άρρενες μπορεί να είναι είτε α) φυσιολογικοί ως προς το ένζυμο G6PD (Χφυσιολογικό Υ) ή β) να παρουσιάζουν πλήρη ανεπάρκεια (Χμεταλλαγμένο Υ), αλλά σε καμία περίπτωση δεν γίνεται να είναι μερικώς ανεπαρκής εφόσον διαθέτουν μόνο ένα αντίγραφο του γονιδίου. Αντιθέτως, οι γυναίκες μπορεί να είναι είτε α) φυσιολογικές ως προς το ένζυμο G6PD (Χφυσιολογικό Χφυσιολογικό), β) να παρουσιάζουν πλήρη ανεπάρκεια (Χμεταλλαγμένο Χμεταλλαγμένο) ή γ) να είναι μερικώς ανεπαρκείς (Χφυσιολογικό Χμεταλλαγμένο). Στην περίπτωση γ υπάρχουν δύο υποπληθυσμοί κυττάρων στον οργανισμό, ένας που έχει το Χφυσιολογικό γονίδιο και ένας που έχει το Χμεταλλαγμένο. Αυτοί οι δύο πληθυσμοί συνυπάρχουν σε δυναμική ισορροπία και είναι υπεύθυνοι για τα παρατηρούμενο εύρος ενεργότητας (20-60%) σε συνδυασμό με ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες.  Ο τρόπος κληρονόμησης  εξηγεί γιατί οι άντρες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης της νόσου, επιπρόσθετα για τον υπολογισμό της πιθανότητας ένα παιδί να πάσχει θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το φύλο του. Έτσι π.χ.  αν μία μητέρα είναι φορέας και ο πατέρας υγιής κάθε γιός έχει 50% πιθανότητα να πάσχει και 50% να είναι υγιής. Ενώ αν ένας πατέρας πάσχει και η μητέρα είναι φυσιολογική ο γιος δεν έχει καμιά πιθανότητα να πάσχει ενώ η κόρη είναι υποχρεωτικά φορέας.

Η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ανεπάρκειας G6PD αναφέρεται στην Αφρική, στην Νότια Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη νοτιοανατολική Ασία καθώς και στα Δυτικά και Κεντρικά νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού. Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κληρονομείται η συχνότητα στους άντρες είναι μεγαλύτερη από ότι στις γυναίκες. Χαρακτηριστικά η συχνότητα στους Αφροαμερικανούς άντρες είναι 1 στους 10.

Η ανεπάρκεια G6PD είναι γνωστό ότι προσφέρει προστασία έναντι ενός τύπου ελονοσίας που προκαλείται από το  Plasmodium falciparum και αποτελεί τη πιο θανατηφόρο μορφή της νόσου. Περιοχές ενδημικές σε ελονοσία παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα πιθανώς λόγου του εξελικτικού πλεονεκτήματος που παρουσιάζουν οι φορείς του αλληλόμορφου.